Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑφέσπερα — ὑφέσπερος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφέσπερος — ον, Α 1. ο εσπερινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑφέσπερα κατά την εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + έσπερος (< ἑσπέρα), πρβλ. ἐφ έσπερος] … Dictionary of Greek